απαυτός

απαυτός
η , ό αντων. этот, как бишь его;

ήρθε ο απαυτός; — пришёл этот, как бишь его?


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απαυτός" в других словарях:

  • άπαυτος — η, ο (Α ἄπαυτος, ον) αυτός που δεν απολύθηκε από κάποια υπηρεσία αρχ. άπαυστος*, συνεχής, αδιάκοπος …   Dictionary of Greek

  • απαυτός — ή, ό (αντων.) 1. (έναρθρα) αντί για κάποιον ή κάτι που λησμονούμε ή αποφεύγουμε να δηλώνουμε κατ ευφημισμόν ως ακατονόμαστο («φέρε τ απαυτό να το δούμε») 2. ο απαυτός ο πισινός, ο πρωκτός 3. τ απαυτά οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.ετυμολ. απατός*] …   Dictionary of Greek

  • απαυτός — ή, ό αόρ. αντων., λέγεται με άρθρο αντί για κάποιο όνομα που το ξεχάσαμε ή κάνουμε ότι το ξεχάσαμε: Άκουσε ότι ήρθε ο απαυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπαυτος — η, ο επίρρ. α ατέλειωτος, διαρκής: Άπαυτες ήταν οι έγνοιες και οι στενοχώριες της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαυτώνω — [απαυτός] συνουσιάζομαι, κάνω τη δουλειά …   Dictionary of Greek

  • απατός — ή, ό (με μου, σου, του) εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ αυτού, απ αυτόν, απ αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»